τέρμα

τέρμα
το, ΝΜΑ
1. το τελικό σημείο ή όριο χώρου ή χρόνου στο οποίο καταλήγει κανείς ή περατώνεται κάτι, τέλος, πέρας (α. «τέρμα οδού» β. «τέρμα τού καλοκαιριού» γ. «οἶσθα γὰρ εὖ περί τέρμαθ' ἑλισσέμεν», Ομ. Ιλ.
δ. «τέρμα κελεύθου διαμειψάμενος», Αισχύλ.
ε. «πήποτε μόχθων χρὴ τέρματα τῶνδ' ἐπιτεῑλαι», Αισχύλ)
2. τερματισμός, λήξη (α. «το τέρμα τής συνεδρίασης» β. «πλούτου δ' οὐδὲν τέρμα πεφασμένον ἀνθρώποισι», Θέογν.)
3. το σημείο ή η γραμμή που δείχνει την κατάληξη ενός αγώνα δρόμου
4. φρ. «το τέρμα τού βίου» και «βιότου τέρμα» — τα βαθιά γεράματα ή το τέλος τής ζωής, ο θάνατος
νεοελλ.
1. (στο ποδόσφαιρο, στην υδατοσφαίριση και στη χειροσφαίριση) η εστία μιας ομάδας, που ορίζεται από δοκάρια και δίχτια και την οποία πρέπει να παραβιάσει ο αντίπαλος ρίχνοντας την μπάλα για να σημειώσει επιτυχία
2. (κατ' επέκτ.) το πέρασμα τής μπάλας πέρα από τη γραμμή τής εστίας, γκολ («σημείωσε πέντε τέρματα»)
3. τελευταίος σταθμός συγκοινωνιακής γραμμής
4. μτφ. τελικός σκοπός, κατάληξη δράσης ή ενέργειας («το τέρμα τών προσπαθειών του»)
5. φρ. «θέτω [ή βάζω] τέρμα στη ζωή μου» — αυτοκτονώ
μσν.
(ως επίρρ.) τέρμα
επιτέλους
αρχ.
1. (με ειδική σημ.) α) (κατά την αρματοδρομία) το σημείο στο οποίο έπρεπε να κάνουν καμπή και να στρίψουν τα άρματα προς τα αριστερά, καμπτήρας, νύσσα*
β) το σημάδι με το οποίο καθόριζαν ώς πού έφθανε ο δίσκος που έριχνε ένας αθλητής
2. (κατ' επέκτ.) το ανώτερο σημείο το οποίο μπορεί να φτάσει κάποιος ή κάτι, αποκορύφωμα (α. «τέρμα ἀέθλων» — το βραβείο, Πίνδ.
β. «τέρματα νίκης», Αρχέστρ.)
3. (με γεν.) η τελειότητα («τέρμα τέχνης», Παρρ.)
4. μτφ. α) έκβαση, αποτέλεσμα
β) η ανώτατη εξουσία («τέρματα Κορίνθου ἔχω» — είμαι ηγεμόνας τής Κορίνθου, Σιμων.)
5. φρ. α) «ἐπὶ τέρματι» — επιτέλους (Αισχύλ.)
β) «ὑγείας τέρμα» — η υγεία (Αισχύλ.)
γ) «ἀγχόνης τέρματα» — θάνατος με απαγχονισμό (Αισχύλ.)
δ) «θανάτου τέρμα» — ο θάνατος, Ευρ.)
ε) «τέρμα τής σωτηρίας» — η σωτηρία (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τέρμα έχει σχηματιστεί, κατά την επικρατέστερη άποψη, από τη ρίζα *ter- «τρυπώ, περνώ, διαπερνώ» (πρβλ. τείρω, τετραίνω, τέρετρο, τέρθρο), με την κατάληξη -μα τών ουδέτερων ουσιαστικών και συνδέεται με τα λατ. termen, -inis και termo, -ōnis (πρβλ. τέρμων), καθώς και με το αρχ. ινδ. ρ. tarati, tirati «περνώ απέναντι». Στο ουδ. τέρμα αντιστοιχεί το αρσ. τέρμων, -ονος (πρβλ. μνῆμα: μνήμων). Στις λ. τέρμα, τέρμων και τέρθρον η ρίζα *ter- «τρυπώ, περνώ» χρησιμοποιείται με τη σημ. τού διαπερνώ, φθάνω ώς το τέλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τέρμα — end neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρμα — το, ατος 1. τελικό σημείο, τέλος: Τέρμα της πορείας. 2. τελικός σκοπός, προορισμός: Τέρμα των προσπαθειών μου. 3. η γραμμή όπου καταλήγει ο αγώνας δρόμου: Το τέρμα του αγώνα των 100 μ. 4. η εστία των τριών δοκών που φυλάγει ο τερματοφύλακας στο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τέρμ' — τέρμα , τέρμα end neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερμάζω — [τέρμα] τερματίζω …   Dictionary of Greek

  • τερμάτων — τέρμα end neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρμασι — τέρμα end neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρμασιν — τέρμα end neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρματα — τέρμα end neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρματι — τέρμα end neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρματος — τέρμα end neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”